χειρονομία, η, ουσ. [<αρχ. χειρονομία], η χειρονομία. 1. ενοχλητικό πείραγμα με το χέρι: «δε θέλω χειρονομίες». 2. ερωτικό πείραγμα με το χέρι, ιδίως σε γυναίκα: «ερωτικές χειρονομίες». 3. πράξη ευεργεσίας ή αξιέπαινη πράξη: «δε θα ξεχάσω ποτέ τη χειρονομία που μου έκανες, όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση || επειδή είναι πλούσιος κάνει κάθε τόσο διάφορες χειρονομίες σε διάφορα κοινωνικά ιδρύματα»·
- άσεμνη χειρονομία, α. ανήθικο ερωτικό πείραγμα με το χέρι, με σκοπό να προκαλέσει σεξουαλικά: «το ζευγαράκι καθόταν στο παγκάκι κι είχε επιδοθεί σ’ άσεμνες χειρονομίες». β. κίνηση του χεριού ή των χεριών, συνήθως από κάποια απόσταση, που παραπέμπει σε σεξουαλικό ή υβριστικό υπονοούμενο: «στεκόταν στην άκρη του δρόμου κι έκανε διάφορες άσεμνες χειρονομίες στους περαστικούς»·
- χειρονομία καλής θελήσεως, ενέργεια που δείχνει την καλή πρόθεση κάποιου για συνεννόηση, για συνδιαλλαγή: «πριν πάει στο γραφείο του ανταγωνιστή του, του ’στειλε μια ανθοδέσμη ως χειρονομία καλής θελήσεως»·
- χοντρή χειρονομία, α. βίαιο πείραγμα με το χέρι, που μας προξενεί ενόχληση, δυσφορία: «σταμάτα πια αυτές τις χοντρές χειρονομίες, γιατί άρχισες να μ’ εκνευρίζεις». β. εντυπωσιακή πράξη ευεργεσίας ή πολύ αξιέπαινη πράξη: «του ζήτησε βοήθεια κι αυτός ανταποκρίθηκε με μια χοντρή χειρονομία».